- ἀδεισίθεος
- ἀδεισί-θεος, ον,A impious, λογισμοί Orac. ap. Jul.Ep.88;
ἄνδρος Procl.H.3.12
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄνδρος Procl.H.3.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδεισίθεος — ἀδεισίθεος, ον (Α) αυτός που δεν φοβάται τους θεούς, ο ασεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θ. δεισ (ἔδεισα, δείσομαι) τού δείδω (= φοβούμαι) + θεός] … Dictionary of Greek
ἀδεισιθέοισι — ἀδεισίθεος impious masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεισιθέων — ἀδεισίθεος impious masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek